- κεφαλοδύναμος
- -η, -ο1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος2. αυτός που έχει γερή κράση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο-δυναμος, χειρο-δύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek